- ανεικαιοτης
- ἀνεικαιότηςἀν-εικαιότης-ητος ἥ осмотрительность, осторожность Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεικαιότης — ἀνεικαιότης, η (Α) διάκριση, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εικαιότης < εικαίος «απερίσκεπτος, απρόσεκτος»] … Dictionary of Greek
ἀνεικαιότητα — ἀνεικαιότης levelheadedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)